Σαργών

Σαργών
Όνομα τριών αρχαίων βασιλιάδων της Μέσης Ανατολής. Ο πρώτος, που λέγεται Σ. ο Μέγας, υπήρξε βασιλιάς της Ακκάδ τον 24o αι. π.Χ. και ιδρυτής του πρώτου μεγάλου σημιτικού βασιλείου της Μεσοποταμίας. Η μορφή του περιβάλλεται κατά μεγάλο μέρος από το θρύλο, που τον θέλει ιδρυτή της πόλης Ακκάδ. Ένα βαβυλωνιακό έργο ιστοριογραφικού χαρακτήρα αφηγείται μια νικηφόρα στρατιωτική εκστρατεία του Σ. στη νότια Μεσοποταμία και τον αποκαλεί «βασιλιά του πόλεμου». Το βασίλειο του επεκτάθηκε, σε σύντομο χρονικό διάστημα, από τη νότια Μεσοποταμία ως τη Μεσόγειο. Περισσότερο γνωστοί όμως είναι οι άλλοι δύο Σ., Ασσύριοι βασιλιάδες και ιδιαίτερα ο Σ. B’. Ο Σ.Α’ βασίλευσε στην Ασσυρία στις αρχές του 18ου αι. π.Χ. και υπήρξε, όπως φαίνεται, ο τελευταίος μεγάλος ηγεμόνας του αρχαίου ασσυριακού βασιλείου. Ο Σ. Β’, o οποίος υπήρξε ιδρυτής της δυναστείας των Σαργωνιδών και με τον οποίο αρχίζει η ιστορική περίοδος που είναι γνωστή ως νεοασσυριακή, βασίλευσε μεταξύ 721 και 705. Συνεχίζοντας το μεγάλο επεκτατικό έργο που είχε αρχίσει ο προκάτοχος του Τιγλάθ - Πιλάσαρ Γ’ (745-727 π.Χ.), ο οποίος είχε πολεμήσει νικηφόρα στη Συρία και στην Παλαιστίνη, ο Σ. Β’ άρχισε τη βασιλεία του με μια περίφημη εκστρατεία κατά της παλαιστινιακής πόλης Σαμάρειας, την οποία κατέλαβε (721 π.Χ.), εξορίζοντας κατόπιν όλους σχεδόν τους κατοίκους της περιοχής όπου εγκατέστησε άλλους πληθυσμούς, από τους οποίους προήλθαν οι Σαμαρείτες. Αργότερα πολέμησε νικηφόρα εναντίον των Αιγύπτιων και των Ελαμιτών. Σαργών B’, ανάγλυφο του 7ου αιώνα π.Χ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • σαργῶν — σαργός sargue masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαργολόγος — ο, Ν 1. λεπτό παραγάδι από μεσσηνέζα, κατάλληλο για την αλιεία σαργών 2. (για πρόσ.) α) ψαράς σαργών β) ψαράς φτωχός σε μέσα αλιείας. [ΕΤΥΜΟΛ. < σαργός + λόγος* (πρβλ. καρπο λόγος)] …   Dictionary of Greek

  • Σαμαρείτης — ο, ΝΜΑ, θηλ. Σαμαρείτισσα Ν και Σαμαρεῑτις και Σαμαρῑτις, ίτιδος ΜΑ, και Σαμαρίτης και δωρ. τ. Σαμαρῑτας Α [Σαμάρεια] (συν. στον. πληθ.) οι Σαμαρείτες και οἱ Σαμαρεῑται οι κάτοικοι τής Σαμάρειας, που μέχρι το 721 π.Χ. αποτελούσαν αμιγή ιουδαϊκό… …   Dictionary of Greek

  • αρχαιολογία — Η επιστήμη που μελετά την αρχαιότητα μέσα από όλα τα μνημεία και τα υλικά κατάλοιπά της. Η α. επιδιώκει να αποκαταστήσει τις διάφορες εκδηλώσεις του αρχαίου κόσμου, αφήνοντας κατά μέρος όμως τις μαρτυρίες, που ανήκουν στη σφαίρα αρμοδιότητας της… …   Dictionary of Greek

  • Αγάδη ή Αγάνη — Όνομα με το οποίο αναφέρεται σε σφηνοειδείς βαβυλωνιακές επιγραφές το ένα από τα δύο τμήματα στα οποία χωριζόταν από διώρυγα η αρχαία χαλδαϊκή πόλη Σαππάο Ακάδι. Ένας από τους πρώτους της βασιλιάδες ήταν o Ζαγούμ, ο οποίος βασίλεψε το 3000 π.Χ.,… …   Dictionary of Greek

  • Αιμάθ — Ελληνική απόδοση από τους Ο’ του εβραϊκού Χαμάτ, αρχαιότατης χετιτικής πόλης της Συρίας κοντά στον Ορόντη ποταμό. Στην Παλαιά Διαθήκη απαντάται και ως Εμάθ (Αριθ. λδ’ 8, Ιησ. Ναυή ιγ’ 5) ή Ημάθ (Γ’ Βασιλ. η’ 65). Στην εύφορη περιοχή της ο Σολομών …   Dictionary of Greek

  • Ασσύριοι — Αρχαίος σημιτικός λαός εγκατεστημένος στη Μεσοποταμία κατά μήκος του βόρειου τμήματος του Τίγρη και των δύο παραποτάμων του, του Μεγάλου και του Μικρού Ζαμπ. Το ασσυριακό τρίγωνο –όπως αποκαλείται η περιοχή– προστατευόταν από οχυρά και από το… …   Dictionary of Greek

  • Βαβυλώνιοι — Αρχαίος λαός της πόλης Βαβυλώνας, αλλά και του νότιου τμήματος της Μεσοποταμίας, μεταξύ του Τίγρη και του Ευφράτη. Οι Β. αποτελούσαν τον νότιο κλάδο των σημιτικών πληθυσμών της Μεσοποταμίας και ξεχώριζαν από τους Ασσυρίους, οι οποίοι ήταν… …   Dictionary of Greek

  • Ελάμ — Βιβλική ονομασία της ιστορικής περιοχής, η οποία βρισκόταν στην ανατολική όχθη του κάτω ρου του Τίγρη· η ΕλυμαΐςΕλυμαία των αρχαίων Ελλήνων και η Σουσιανή των Ρωμαίων. Το πιο γνωστό κέντρο της ήταν τα Σούσα, που ήταν και η πρωτεύουσά της για… …   Dictionary of Greek

  • Ιράκ — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Ιράκ Έκταση: 437.072 τ. χλμ. Πληθυσμός: 24.001.816 (2002) Πρωτεύουσα: Βαγδάτη (4.478.000 κάτ. το 1995)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με τη Συρία και την… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”